Ενα Μικρό Δελφίνι Χωρίς Ονομα
Το κύμα τον χτυπούσε για ώρες πάνω στα βράχια. Το πρώτο τσίμπημα του πιο γενναίου γλάρου ούτε καν τον ενόχλησε. Για εκείνον καμία σημασία δεν είχαν τα ράμφη, το φτεροκόπημα γύρω του, τα στριγκά κρωξίματα. Για εκείνον σημασία είχε μόνο η μυρωδιά του αλατιού, το νερό που σπινθήριζε γύρω του, ο ήλιος, τα σύννεφα. Προσπάθησε να σηκωθεί είναι η αλήθεια αλλά κοιτώντας μακρυά είδε τη μία του φτερούγα να κάνει παρέα στο άσπρο από ένα μικρό κύμα. Ένα τόσο δα κύμα πήρε τη φτερούγα του μακριά. Βαρέθηκε να σηκωθεί .Παραδόθηκε στο βλέμμα του.
Θαύμασε με το μοναδικό του μάτι την ομορφιά του κόσμου. Τις θάλασσες του, τα βουνά του, τις ερήμους του, τους ήχους του, τα ηλιοβασιλέματά του, τις ανατολές του.
Το δίχτυ τον πονούσε εδώ και ώρα ενώ οι γλάροι συνέχιζαν το γεύμα τους πάνω του. Θυμήθηκε τότε που γυάλιζε και άστραφτε και συναγωνιζόταν με τη γυαλάδα του τον ίδιο τον ήλιο και τη θάλασσα.