Οι Αποκαταστάτες
«Δεν θα προλάβω να περιγράψω τις φωνές των χελιδονιών»
Μέσα στο παραλήρημά του, τους αβάσταχτους πόνους από τη στέρηση του οπίου και τη συγκεχυμένη πραγματικότητα ο Jean Cocteau μας χαρίζει αυτή την ανυπέρβλητη φράση που περικλείει μέσα της την αγωνία και τον επιθανάτιο ρόγχο μιας ολόκληρης στρατιάς ποιητών, ζωγράφων, μουσικών που συνδιαλέγονται και μάχονται καθημερινά με το θάνατο της σκέψης.
Ο αντίλαλος του «δεν θα προλάβω» αντηχεί στους διαδρόμους και τα στενά δαιδαλώδη μονοπάτια της καλλιτεχνικής ερμηνείας και είναι αυτό ακριβώς που την καταδιώκει με τη μορφή της πανταχού παρούσας Ερινύας. Ο θάνατος προσπαθεί καθημερινά να πνίξει κάθε έκφραση και κάθε περιγραφή για να μείνει τελικά μόνος και νικητής στο αχανές βάραθρο της λήθης φροντίζοντας παράλληλα να κομματιάσει και να καταρρακώσει κάθε μορφή αντίστασης που εναντιώνεται στην μαύρη φιγούρα με τα κοντά φτερά.
Ο Θάνατος της σκέψης. Ο εφιάλτης κάθε καλλιτέχνη που μαζί με τον αδυσώπητο χρόνο μπλέκεται σε μια αέναη πάλη, σε ένα ατελείωτο χορό γιγάντων και νάνων. Καλλιτέχνης, Θάνατος και Χρόνος αγκαλιάζονται σφιχτά στον τελευταίο τους χορό και γίνονται ένα γιγάντιο γλυπτό πάνω σε μια παλαίστρα που μυρίζει ιδρώτα, ξεραμένη μελάνη και φθινοπωρινά φύλλα.
Ένας ποιητής γνωρίζει καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους το πρόσωπο του Θανάτου. Κάθε του στίχος γίνεται ένα μακρύ ατσαλένιο σπαθί που μπήγεται βαθιά μέσα στο μαύρο κορμί της Σκοτεινής Λήθης. Κάθε του ποίημα γίνεται μια σιδερένια παλάμη που με δύναμη και ορμή ξεσκίζει τα μαύρα πέπλα της ανυπαρξίας και της φθοράς.
Η αγωνία του να προλάβει να περιγράψει όλα όσα βλέπει και ακούει τον μετατρέπει σε ένα καθημερινό μαχητή που σε κάθε του φιλονικία με το ψεύτικο αγωνίζεται για να το αντικαταστήσει με το αληθινό.
Ένας καλλιτέχνης είναι αυτό ακριβώς. Ένας αποκαταστάτης της Αλήθειας.