Ο Κοράκ
Ο Κοράκ δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί τον χτυπούσαν με τέτοια μανία. Το κεφάλι του βούιζε και το αίμα είχε πλημμυρίσει το μοναδικό του μάτι. Γροθιές σκληρές σαν ατσάλι τσάκιζαν τα πλευρά του και πόδια με μυτερές πατούσες χωνόταν βάναυσα στην κοιλιά του. Έβρεχε πάλι. Η λάσπη στο δέλτα του Έβρου ήταν παχιά όπως η πρωινή ομίχλη. Ο Κοράκ πονούσε ανυπόφορα πια και το μυαλό του πετούσε στη μάνα του και στα αδέρφια του που έφυγαν και πρόκοψαν.
Προσπάθησε να ρωτήσει το λόγο που πέντε άνθρωποι τον χτυπούσαν τόσο μανιασμένα αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να φτύσει λίγο αίμα μαζί με δυό τρία δόντια. Όταν γυάλισε στο φως του ήλιου το δρεπάνι που σε λίγο θα του αφαιρούσε τη ζωή ο Κοράκ θυμήθηκε τη μάνα του που πρόκοψε στη μεγάλη πόλη και μετά τον ξέχασε και τον άφησε να βυθίζεται μόνο του μέσα στην πηχτή λάσπη.
Το δρεπάνι έκανε καλά τη δουλειά του είναι η αλήθεια. Ακονισμένο με προσοχή βυθίστηκε με χάρη στον μαλακό λαιμό του Κοράκ και τον απάλλαξε για πάντα από το βάρος του κεφαλιού του.
Ο Κοράκ δεν ξανασκέφτηκε τη μάνα του ποτέ.