H βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στο μαύρο αδιάβροχό του. Ο Μπεν διάλεξε ένα από τα πολλά τούβλα και έβαλε ένα στον τοίχο του. Πόσο τον αγαπούσε αυτόν το τοίχο. Τον προστάτευε από τους κλέφτες, από τις θεομηνίες και από χίλια δυο άλλα κακά. Όπως για παράδειγμα από τους άλλους ανθρώπους. Πάντα τον ενοχλούσαν με την συμπεριφορά τους και τα τερτίπια τους αυτοί που ερχόταν απρόσκλητοι κάθε πρωί και του ψιθύριζαν στο αυτί διάφορα. Αχ να μπορούσε να μιλήσει. Μόνο για μία φορά να μπορούσε να μιλήσει.
Ο Μπεν πήρε με προσοχή ένα ακόμη τούβλο και το τοποθέτησε στον ψηλό τοίχο του. Καθώς το έβαζε έκανε μια αφιέρωση. Αυτό είναι για τον Τζων που είναι ξένος. Εβαλε ακόμη ένα για τον Μαρκ που δεν πιστεύει στον Θεό. Ακόμη ένα για τον Τομ που του αρέσουν τα αγόρια. Ακόμη ένα για τους γονείς του που τον παράτησαν. Ακόμη ένα για εκείνους που του έκοψαν την γλώσσα. Ακόμη ένα για εκείνους που τον τύφλωσαν. Ακόμη ένα για εκείνους που τον κούφαναν.
Όταν η λάσπη υποχώρησε, ο τοίχος του Μπεν έπεσε πάνω του και τον έθαψε βαθειά μέσα στο βρεγμένο χώμα. Κανείς δεν άκουσε. Κανείς δεν είδε τίποτα.
Ούτε και ο Μπεν.