H Κόρη Του Πιέρ

H Κόρη Του Πιέρ

Έβρεχε πάλι. Έβρεχε εδώ και μέρες. Μέσα στο μισοσκόταδο και τους γυαλισμένους δρόμους ο Πιερ παραμόνευε το θύμα του. Είχε βιάσει πολλές μέχρι τώρα. Μα αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Δεν θα ήταν μόνο η βαριά του ανάσα, οι κοφτές γροθιές στο πρόσωπο και η αντίσταση που τον γέμιζαν ηδονή. Αυτή τη φορά ήθελε παιδί από το θύμα του. Οι δρόμοι γυάλιζαν και γλιστρούσαν και ο Πιερ παραμόνευε υπομονετικά πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών περιμένοντας, κρατώντας διστακτικά την ανάσα του για να ακούσει τον γνώριμο ήχο των τακουνιών πάνω στην άσφαλτο. Τακ, τακ, τακ…

Η αναπνοή του έγινε κοφτή και βαριά. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Τα αυτιά του βούιζαν από την αδημονία. Πετάχτηκε με ταχύτητα στον γυαλισμένο δρόμο και την άρπαξε με μία μοναδική κίνηση από τα μαλλιά. Το ένα του χέρι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της σαν πύθωνας ενώ το άλλο του χέρι της έκλεισε το στόμα με δύναμη. Η πρώτη γροθιά την βρήκε στο μάτι ενώ οι άλλες ακολούθησαν το δρόμο τους στο μαλακό στομάχι, στα πλευρά, στο κεφάλι.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό η κόρη του Πιερ έκλαψε αναπνέοντας για πρώτη φορά οξυγόνο.

Η μητέρα της είχε πεθάνει πέντε λεπτά πριν.