Less Than Zero

Less Than Zero

Ανήκω σε μια γενιά μισή. Μισό γούντστοκ, μισό βιετνάμ, μισή χούντα. Ολα από λίγο. Έτσι και τώρα. Μισά πράγματα. Χωρισμένα σε ψηφιακά και σε πραγματικά. Λέξεις που στροβιλίζονται διαρκώς όπως ένας μικρός κυκλώνας. Άμεση δημοκρατία, τηλεδίκες, δημοκρατίες του καναπέ. Η πολιτική προσπαθεί να γαλουχήσει γενιές ολόκληρες τυλιγμένες με σκουριασμένα σύμβολα και ξεφτισμένες ιδεολογίες. Όλο και κάποιο επίδοξο κριάρι πετάγεται από το πουθενά προσπαθώντας να καθοδηγήσει το άμοιρο κοπάδι μέσα από βράχια και ξεραμένα ποτάμια. Μάχες συχνές. Μάχες αιμοβόρες.

Μας έταξαν θαύματα. Μη στεναχωριέστε είπαν. Δεν πειράζει που τα ζήσατε όλα μισά. Εμείς θα σας τα δώσουμε ολόκληρα και ακόμα καλύτερα. Ένας γενναίος νέος κόσμος. Χαμένος μέσα στα μίση και τα πάθη του, αλλοτριωμένος, χωρίς ιδεολογίες, χωρίς ταμπού. Όλα ελεύθερα σε έναν ελεύθερο κόσμο. Όμως μας είπαν ψέματα. Δεν μας έδωσαν τίποτα από όσα μας υποσχέθηκαν. Εμείς τα χαμένα πρόβατα μιας ολόκληρης γενιάς παραλυμένοι από την απραξία χάσαμε τις μουσικές μας. Χάσαμε τους θεούς μας, τα είδωλά μας. Καταντήσαμε κυνικοί. Σαρκαστικοί. Αδιάφοροι. Μισάνθρωποι. Απαξιώναμε τα πάντα γιατί τίποτα δεν μας ενδιέφερε πραγματικά. Και τι να μας ενδιαφέρει; Η eurovision, το μουντιάλ ή τα τελευταίας κοπής λαικοποπ είδωλα που κουβαλάνε τη φτηνή σάρκινη πραμάτεια τους στις υπαίθριες αγορές της τηλεθέασης; Σε τι να πιστέψουμε πια; Σε τίποτα.

Γίναμε απαθείς μηδενιστές που ξαραχνιάζουν ξεχασμένα βινύλια των dream syndicate των sex pistols και των clash. Με κόπο ξεφυλλίζουμε τον μπάροουζ, τον μπραντ ήστον έλις, τον μπουκόφσκι, τον τίμοθυ λήρυ. Μεταλλαχθήκαμε, προδοθήκαμε μπήκαμε σε συσκευασία δώρου με ρετρό περιτύλιγμα. Η νοσταλγία είναι η αρχή της παρακμής. Μα αυτό ήμασταν. Μια γενιά που αντί να ωριμάσει παρήκμαζε κάθε μέρα προσπαθώντας να υιοθετήσει κώδικες και συμπεριφορές. Θεατρίνοι που παίζαμε τους μικρούς μας ρόλους ενώ η μόνη μας ερμηνευτική δεινότητα ήταν αυτή του υποβολέα.

Η γενιά του λιγότερου από το μηδέν. Όλα τα δοκίμασε από λίγο μα τίποτα δεν κατάλαβε. Πήγαμε φαντάροι για να μας καμαρώνουν οι συγγενείς και να μας επιδεικνύουν σε κάθε λογής συνεστίαση. Στη σκοπιά διαβάζαμε κλικ και χαϊδεύαμε τις χάρτινες γκόμενες που μύριζαν ακόμη χαρτί και μελάνι. Λίγο μας ένοιαζε. Μετά οι εποχές άλλαξαν. Ο Μίκυ Μάους έγινε εχθρός που ήθελε να μας καταπιεί και να μας εκμηδενίσει. Τον ανταλλάξαμε χωρίς σκέψη με ολόκληρη τη μαρβελ κομικς και τον δικαστή Ντρεντ. Χαθήκαμε μπερδευτήκαμε και τελικά ξεφουσκώσαμε σα τα μπαλονάκια με τον σνούπυ .Ζαρώσαμε σε μία γωνία με κομμένο το σκοινί μας.

Δεν ήμασταν μια γενιά οργισμένη. Ήμασταν μια γενιά αφελής που οι γονείς της έπασχαν ακόμη από τα κατοχικά σύνδρομα της πείνας, της πλασματικής ομορφιάς της μονρό και της αφέλειας της τζένη καρέζη.

Κάποτε είχαμε και ιδανικά. Τα χάσαμε και αυτά στη διάρκεια ή τα ανταλλάξαμε με άλλα πιο τρεντυ που μύριζαν ποπ κορν και λιωμένο βούτυρο.