No Title

No Title

Κάπου ψηλά στη νοτρ νταμ οι σύγχρονοι κουασιμόδοι περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Απόβλητοι και κουφοί, δημιουργήματα μιας κοινωνίας που τους πέταξε στην άκρη και τώρα τους θυμήθηκε για δεύτερη φορά. Οι σύγχρονοι σαρκοβόροι τηλεπαρουσιαστές γυάλισαν και τρόχισαν τα κοφτερά τους δόντια κι όρμηξαν με μίσος στον Ανθρωπο για να κατασπαράξουν και να κομματιάσουν συνειδήσεις και αξιοπρέπειες. Η κοινωνία στημένη  απέναντι στο μέσο κρυφοκοιτάει και χαμογελάει χαιρέκακα πιστεύοντας με θράσος ότι οι θεατές της φρίκης είναι το υγιές κομμάτι της. Οι Ιππείς της Καγιεν αγκαλιάστηκαν με τους Ιππότες της Ες Ελ Κέι και αυτάρεσκα έκλεισαν τα μάτια τους. Ναι είπαν αυτή την κοινωνία θέλουμε. Μέσα από αυτό το κινητό φρηκ σόου εμείς θα εμφανιστούμε ως λυτρωτές, ως Μεσσίες.

Πέρα μακριά στη Νέα Εγνατία τα σαμπ γούφερ χαιδευουν ηδονικά τη ζεστή άσφαλτο. Οι Ιππότες και οι Ιππείς χαμογελάνε στην επιστροφή τους από τη γη της αγγελίας. Σήμερα είναι κυριακή. Η άδεια πόλη ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τους ρυθμούς της κάτω από ένα θαμπό ήλιο κι έναν άρρωστο ουρανό.

Το απόγευμα το τηλεοπτικό Κωσταλέξι θα εμφανιστεί ξανά πίσω από το θαμπό γυαλί. Η μάχη ενάντια στον Ανθρωπο συνεχίζεται.

H μέρα που μας τελείωσαν τα είδωλα ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Φανταστήκαμε τον ουρανό γαλάζιο και τον ήλιο κίτρινο λες και η φύση γνώριζε τις τέμπερες. Γνώριζε το κροκί και το ρεφλέξ μπλού. Κάποτε οι Ανθρωποι πίστευαν ότι η γή είναι επίπεδη σα δίσκος και τη στήριζαν στις πλάτες τους ελέφαντες. Και η θάλασσα; Που πήγαινε η θάλασα; Γινόνταν καταράκτης, έπεφτε απο ψηλά κι έσκαζε στο πουθενά του μυαλού μας. Του τότε μυαλού μας. Μετά ο Ανθρωπος θεοποίησε ότι δεν καταλάβαινε με τη μία. Και ήρθαν οι κεραυνοί από το γκρί του ουρανού να τιμωρήσουν τους άπιστους. Μετά οι λίγοι ζωντανοί πιστοί σκάλιζαν κομάτια μάρμαρο αλλά στη διάρκεια η μαρμάρινη μορφή έγινε ο Κθούλου, ο Μωυσής, ο Ρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλη αυτή τη διαδικασία του σκαλίσματος.  Ο Ανθρωπος προσπάθησε με κόπο να σμιλεύσει κάτι το οποίο είναι πολύ σκληρό για εκείνον. Το δοκίμασε στην Αλταμίρα, το δοκίμασε στη Γή Του Πυρός. Λάξευε με αξίνες, με τη δύναμη του αφέντη, με το Λόγο. Λάξευε, σκάλιζε, περιτεχνούσε, διακοσμούσε προσπαθώντας να φιλοτεχνήσει την Ομορφιά της Ασχήμιας.

Δεν τα κατάφερε ποτέ.

Γιατί είχε τα λάθος εργαλεία.

Τα ημιτελή και τα άφωνα. Τα φωνήεντα χωρίς φωνή. Και μετά η Πυρά του Λόγου. Εκεί θα καούμε όλοι. Στην γνησια εμετική πυρά του λάιφστάιλ. Οπου κάνουμε έρωτα ανέραστα όπως καταβροχθίζουμε ένα ζουμερό γκούντυς. Οπου δεν χαιρόμαστε τη στύση μας γιατί είμαστε μονίμως σε μια ημιστύση. Τα άγχη, οι κόρνες και οι πόρνες της καθημερινότητας μας έχουν διαβρώσει απόλυτα. Η εξουσία διεφθείρει. Η απόλυτη εξουσία διεφθείρει απόλυτα. Τα σπαμ καταφθάνουν πια ανεξέλεγτα άσχημα. Η στύση σου θα διαρκέσει για πάντα Τελευταίε Καρπέ Της Γής. Θα συνουσιαστείς με δαίμονες, με αστροναύτες, με αργοναύτες. Θα κατεβάσεις και θα χαθείς χαμένος κι ο ίδιος στο ψηφιακό ρομαντισμό όπου τα σύνορα είναι σπαρμένα με ρόδα. Αλλά δεν παύουν να είναι σύνορα. Θα αγκαλιάσεις τη οθόνη σου, θα την λατρέψεις, θα την αγκαλιάσεις ηδονικά και τελικά θα τη λερώσεις με το σπερμα σου. Θα βογγήξεις με το ψηφιακό σου λαρύγγι. Μέσα από εκεί θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς Νέε Ανθρωπε. Θα ακούσεις μουσικές βάζοντας το i-pod δίπλα στο πέος σου συγκρίνοντας τα μεγέθη τους. Ναι, θα παραδεχείς το i-pod χωράει περισσότερα. Μετά οι Ψηφιακοί σου θεοί και δαίμονες θα χαθούν και θα αναζητήσεις για μια φορά ακόμη τον Ανθρωπο. Θα θέλεις να μυρίσεις το άρωμα του ρόδου γύρω από έναν αληθινό γυναικείο κόλπο και θα μυρίζεις βερσάζε. Αντί να πιάνεις στήθος, πραγματικό με θηλές και μυρωδιά θα έρχεσαι αντιμέτωπος με την ψευτια του παστού, του αλλοτροιωμένου. Οι μάχες θα είναι σύντομες και απροσδόκητες. Εχθροί και φίλοι ένα. Ενα να μας κυβερνάει, ένα να μας ενώνει ένα. Το όλον, το γκεσταλτ το γηπεδικόν το χορταρένιο. Μάταια σκούζουμε εμείς, οι Σάντσο Πάντσα, τα δουλικά, οι οικότροφοι της αιματηρής χασιέντα:

Και επτά φορές μη σκοτώσεις Ανθρωπο.

Κάθε πρωινό τα παιδιά της πόλης ξεχύνονται στους δρόμους. Κίτρινα, ασθενικά χωμένα μέσα σε γυαλιστερά τροχοφόρα, πίσω από φυμέ τζάμια, χαμένα μέσα στα sub woofer της μοναξιάς τους. Παρκάρουν, κορνάρουν, φωνασκούν, δίνουν μάχες για μια θέση. Μετράνε τα φανάρια, τρώνε κάτι στα γρήγορα, σηκώνουν τηλέφωνα. Κάθε πρωινό τα παιδιά της πόλης μεθυσμένα από αριθμούς μπαίνουν σε τράπεζες και στέκονται υπομονετικά σε φιδίσιες ουρές.

Κάθε πρωί τα παιδιά των παιδιών της πόλης στοιβάζονται στις πίσω θέσεις , κουνάνε τα χέρια τους, οριοθετούν το μικρό τους σύμπαν μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Οι δρόμοι γεμίζουν από όνειρα φιλοδοξίες μουρμουρητά. Η πόλη βουίζει και υποδέχεται τον άρρωστο ήλιο για μια φορά ακόμη.