O Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ
Τα κρωξίματα μέσα στη φωλιά ήταν πολλά. Τα ανοιχτά στοματάκια που περίμεναν τη σειρά τους για να ταϊστούν έκαναν τρομερή φασαρία. Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ καθόταν σε μια γωνία ήσυχα. Πεινασμένος, κρυωμένος υπέμενε τη μοίρα του. Δεν είχε απαιτήσει ποτέ την τροφή του. Δεν είχε σπρώξει ποτέ κανένα από τα αδέρφια του. Γλίστρησε απαλά από τη φωλιά και άρχισε να περπατάει μακριά από την κόλασή του. Τουλάχιστον σκέφτηκε θα φύγω μακριά τους.
Νύχτωσε. Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ έτρεμε από το κρύο και κάθε σκιά μέσα στο δάσος τον τρόμαζε. Τα δέντρα έγιναν εχθροί του. Οι φυλλωσιές τους παγίδα.
Ξημέρωσε.
Το κορμάκι του σακατεμένο από τα τρωκτικά σπάραζε κάτω από τον πρωινό ήλιο. Τα μάτια του ολάνοιχτα θαύμαζαν τις γυαλιστερές αχτίδες που περνούσαν μέσα από τα δέντρα.
Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ έσβησε πάνω στα ξεραμένα φύλλα.
Ο αέρας μύριζε βροχή.