O Γιόχαν
O Γιόχαν μόλις είχε γυρίσει από τον τρύγο. Όλη μέρα σκυμμένος κάτω από τον καυτό ήλιο μάζευε τους πολύτιμους καρπούς. Ευλογημένους τους έλεγε. Και τη γη που δούλευε ευλογημένη και αυτή. Κατάκοπος όπως ήταν έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και το γέμισε χώματα από το αμπέλι. Ούτε τις μπότες του δεν έβγαλε από την κούραση. Μόνο διπλώθηκε γλυκά όπως το έμβρυο στην κοιλιά και αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Ένας γλυκός ύπνος, όλο χρώματα και μυρωδιές.
Πέρασε ώρα πολλή και ξαφνικά ο Γιόχαν ένοιωσε ένα πόνο στην κορυφή του κεφαλιού του. Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που του συμβαίνει. Είδε το κρεβάτι του ανακατεμένο και από το ύψος που βρισκόταν του φάνηκε πολύ μακρινό. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και με τρόμο ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε. Είχε φτάσει πια στο ύψος της στέγης. Κρύος ιδρώτας γέμιζε το μέτωπό του και το στήθος του ενώ τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα και κολλούσαν. Ο Γιόχαν ψήλωνε. Ψήλωνε γρήγορα ενώ τα κόκαλά του πονούσαν αφόρητα από την απότομη αλλαγή. Σχεδόν άκουγε τις κλειδώσεις του να τρίζουν επικίνδυνα.
«Θεέ μου» είπε και ψήλωσε ακαριαία πενήντα εκατοστά σφαδάζοντας από τον πόνο. «Θεέ μου τι μου συμβαίνει;» Τα κόκαλά του έτριξαν για μια φορά ακόμη.
Ο Γιόχαν ψήλωνε ασταμάτητα κάθε λεπτό που περνούσε. Τρύπησε τα σύννεφα με το κεφάλι του και κοίταξε τρομοκρατημένος γύρω του. «ΘΕΕ» μου φώναξε. «Θεε μου που είσαι;»
Καμιά φωνή δεν ακούστηκε, Καμία απάντηση. Μόνο οι ατμοί των σύννεφων που τυλιγόταν το ένα γύρω από το άλλο.
Ο Γιόχαν έμεινε εκεί χιλιόμετρα ψηλός να αγναντεύει για πάντα τον ήλιο που ανέτειλε και έδυε.