O Λύκος Με Τα Γαλάζια Μάτια
Μια ζεστή μαγιάτικη νύχτα ο λύκος με τα γαλάζια μάτια κυνήγησε μια νυχτοπεταλούδα για εξάσκηση μέχρι που βαρέθηκε. Η λευκή του γούνα γυάλιζε από τον ιδρώτα και νόμιζες από μακριά ότι έβλεπες ένα κομμάτι σύννεφου που κατέβηκε για λίγο στη γη να ξεκουραστεί. Στο λύκο άρεσε πολύ να βλέπει τους ανθρώπους να παίζουν με τα παιδιά τους, να σκαλίζουν τη γη τους και να φυτεύουν λαχανικά. Έβλεπε από μακριά τις γυναίκες να φοράνε τα μακριά δαντελωτά τους φορέματα και τα πλατιά τους καπέλα. Ήταν όμορφοι οι άνθρωποι έτσι που γελούσαν και χάιδευαν ο ένας τον άλλο και τους αγαπούσε. Όμως πιο πολύ από όλους ο λύκος αγαπούσε μια νεαρή κοπέλα με γαλάζια λαμπερά μάτια σαν τα δικά του.
Οι εποχές περνούσαν, τα σύννεφα μαύριζαν και ο έρωτας του λύκου με τα γαλάζια μάτια δυνάμωνε και φούντωνε όπως η φωτιά που την ταΐζεις κουκουνάρια. Ήξερε όμως ότι ήταν λύκος και η κοπέλα άνθρωπος. Τουλάχιστον να μπορούσε να περπατήσει στα δυο του πόδια όπως εκείνη, να την πλησιάσει για λίγο και μετά εκείνη ας αποφάσιζε. Ναι. Αυτό θα έκανε. Ενθουσιασμένος από την ιδέα έτρεξε μέσα στο δάσος με τη λευκή του γούνα να ανεμίζει και την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και άρχισε τις ασκήσεις. Κατάφερνε για λίγο να σταθεί στα δύο του πόδια αλλά πάλι έπεφτε στα τέσσερα.
Ο λύκος με τα γαλάζια μάτια άνοιξε το στόμα του και οι μεγάλοι του λευκοί κυνόδοντες γυάλισαν για λίγο στο φως του φεγγαριού πριν βυθιστούν με δύναμη στο μπροστινό του πόδι και το κόψουν. Για δεύτερη φορά τα σαγόνια του έκλεισαν γύρω και από το άλλο πόδι του κόβοντας το και γεμίζοντας το πράσινο γρασίδι με αίμα. Ο λύκος με τα γαλάζια μάτια σηκώθηκε στα δυο του μοναδικά πόδια και κατηφόρισε το γνώριμο μονοπάτι μέχρι το σπίτι των ανθρώπων. Την είδε να κάθεται στην κούνια και η καρδιά του χτύπησε ακόμη πιο δυνατά από την αγωνία του. Τώρα, είπε.
Λίγα μέτρα πριν την φτάσει, όρθιος πια ο λύκος με τα γαλάζια μάτια ένοιωσε μια ζεστασιά στο κάτω μέρος της κοιλιάς του. Το δεύτερο βόλι τον βρήκε στα σαγόνια και του διέλυσε την μουσούδα. Το τρίτο διαπέρασε τη γούνα του και βρήκε όλη του την αγωνία να χτυπάει ακόμη.
Ο αέρας μύριζε κόκκινα τριαντάφυλλα.