O Φιλίπ
Δεν ήταν και από τις πιο ήσυχες νύχτες του Φιλίπ. Είχε φάει αρκετά ποπ κορν με τους γονείς του αποβραδίς όσο έβλεπαν αγκαλιά όλοι μαζί κάποιο σήριαλ. Ο καναπές μαλακός, λευκός και ο Φιλίπ βούλιαζε μέσα στα μαξιλάρια και σκεφτόταν με το παιδικό του μυαλό πόσο τυχερός ήταν. Πόσο όμορφα περνούσε μπροστά στην τηλεόραση αγκαλιά με τους γονείς του. Κάπου κάπου ο πατέρας του σηκωνόταν για να πάει στο μπάνιο και τότε η μητέρα του έβρισκε ευκαιρία για να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Ο Φιλιπ είχε διακρίνει μια ανησυχία στο βλέμμα της εδώ και μερικές μέρες αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την απασχολούσε τόσο μα τόσο πολύ.
Καληνύχτα είπε ο Φιλίπ και αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό του. Προσπάθησε να ρωτήσει όλα του τα παιχνίδια μήπως και βρει την απάντηση. Τα φώναξε ένα – ένα με το όνομά τους. Τα παιχνίδια του Φιλιπ ζωντάνεψαν -αν και κάπως βαριεστημένα από τη βραδιάτικη αναταραχή- και παρατάχθηκαν μπροστά στα πόδια του νυσταγμένα και μερικά -όπως ο Γουίνυ- λίγο θυμωμένα.
«Είστε τα παιχνίδια μου» είπε ο Φιλίπ. «είστε οι φίλοι μου. Με εσάς περνάω τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ο μπαμπάς δουλεύει. Η μαμά το ίδιο. Δεν τους βλέπω όσο θα ήθελα κι έτσι θα ρωτήσω εσάς.» Εκείνη τη στιγμή ο Γουίνυ τέντωσε λίγο το αρκουδίσιο πόδι του και λοξοκοίταξε τον Φιλίπ λέγοντας:
H μαμά σου δεν έχει κάτι. Απλώς δεν έχει που να σε αφήσει αύριο.