Θα ήταν μια υπέροχα συνηθισμένη μέρα εάν η η τηλεόραση του Ζήτα δεν κινδύνευε να πάψει να λειτουργεί. Από καιρό έβγαζε περίεργους θορύβους ενώ αναβόσβηνε αυτάρεσκα και χωρίς προειδοποίηση ανησυχώντας τον Ζήτα με τις κακοτροπιές της. Είχε παλιώσει αρκετά ήταν η αλήθεια. Οι λυχνίες της είχαν γεμίζει σκόνη και έφεγγαν αχνά τυλιγμένες σε εκείνο το μαλακό χνούδι που συσσωρεύεται μόνο στις τηλεοράσεις όλου του κόσμου. Πόσα θαυμαστά γεγονότα δεν είχε δεί ο Ζήτα στην οθόνη της! Πόλεμους, ξεκοιλιασμένα πτώματα, βιασμούς, αίμα, υποσχέσεις, εισβολές, πραξικοπήματα, δημοκρατίες με ημερομηνία λήξης, μπρούτζινα αγάλματα να γίνονται κομμάτια, χιλιάδες ανθρώπινα σφυριά να γκρεμίζουν τα εμπόδια στα όνειρά τους, άρματα μάχης να κλυδωνίζονται πάνω στη δύναμη της σιδερένιας τους ασχήμιας και να καταπίνουν σώματα μαζί με τις ψυχές τους.
Στον Ζήτα άρεσαν πολύ οι ειδήσεις. Ήταν το μοναδικό του παράθυρο προς τον έξω κόσμο. Η προσωπική του ταχυδακτυλουργία. Ένοιωθε πολύ δυνατός καθώς φορώντας τις μαλακές του παντόφλες βυθιζόταν σε εκείνο τον μαγικό μηχανικό κόσμο που όλα έλαμπαν και αστραποβολούσαν όπως το νερό μιας λίμνης όταν έχει πανσέληνο. Ένοιωθε μερικές φορές σα μικρός θεός που με τον αντίχειρά του άλλαζε τον κόσμο με ταχύτητα. Κλικ πόλεμος. Κλικ επανάσταση. Κλικ δημοκρατία. Κλικ στέψη βασιλιά. Κλικ ο άνθρωπος στη σελήνη. Με κάθε του πάτημα στο κουμπί ο Παντοκράτορας κύριος Ζήτα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους όπως άρμοζε σε ένα μικρό θεό.
Αυτή η μέρα όμως ήταν λίγο διαφορετική από τις άλλες. Ο Ζήτα είχε προβλέψει έγκαιρα τον θάνατο της τηλεόρασης του και φορώντας πάντα τις μαλακές του παντόφλες πήγε στο διπλανό διαμέρισμα. Χτύπησε την πόρτα και ζήτησε από τον φίλο του να του γράφει τις ειδήσεις της ημέρας σε μια βιντεοκασέτα καθώς δεν ήθελε να αποχωριστεί την παλιά του τηλεόραση. Θα τον πλήρωνε βέβαια για την εξυπηρέτηση, ούτε λόγος. Ο φίλος του Ζήτα με μία έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του δέχτηκε καθώς αγαπούσε τον γείτονά του αλλά και τα χρήματα. Του είπε να περάσει την επόμενη μέρα για να παραλάβει την πρώτη κασέτα με τις σημερινές ειδήσεις και τα νέα του κόσμου.
Την επόμενη μέρα ο Ζήτα έβαλε την βιντεοκασέτα με τις ειδήσεις. Φόρεσε τις μαλακές του παντόφλες και βούλιαξε στον καναπέ όπως ένα ελάφι στην πλάτη ενός κυνηγού. Έβλεπε με δέος και θαυμασμό τα γεγονότα να αλλάζουν με ταχύτητα χωρίς καν να χρειαστεί να πατήσει έστω και μια φορά το τηλεκοντρολ.
Ο Παντοκράτορας κύριος Ζήτα μαγεμένος που έχανε κάθε μέρα 2 μέρες από τη ζωή του μάζευε τις κασέτες με τις παλιές ειδήσεις σε χάρτινα κουτιά τακτοποιημένες ανά ημερομηνία. Κάθε απόγευμα που έμπαινε στο σπίτι του διάλεγε μια και αν τον ευχαριστούσαν τα νέα γουργούριζε ευτυχισμένος.
Ένα πρωί ο κύριος Ζήτα πέθανε αγκαλιασμένος με την τηλεόρασή του.
Το νούμερο 2345 είχε καταδικαστεί σε εκτέλεση. Χωρίς να γνωρίζει το λόγο και χωρίς καν να καταλάβει, στο συμπιεσμένο του χρόνο, τους λόγους και τις αιτίες που συνελήφθη. 9 δημοσιογράφοι ορίστηκαν ως οι επίσημοι εκτελεστές του που αν και είχαν οριστεί στην αρχή ως φύλακές του -όχι με τη μορφή δεσμοφυλάκων- δέχτηκαν με χαρά τον καινούριο τους ρόλο και οδήγησαν το νούμερο 2345 στον πιό μαλακό καναπέ που βρήκαν στην ελεύθερη αγορά. Απορημένος ο 2345 για την συμπεριφορά των δημίων του αναρωτήθηκε γιατί η δική του εκτέλεση διέφερε τόσο πολύ από όλες όσες είχε διαβάσει κατά καιρούς. Έψαχνε απεγνωσμένα, με τη θολή ματιά του, στο δωμάτιο για να βρεί κάποιο αναγνωρίσιμο και οικείο αντικείμενο που θα ταίριαζε με τις ιστορίες που είχε διαβάσει για τις εκτελέσεις: κάποιο όπλο ή τουλάχιστον ένα εργαλείο βασανισμού.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε σε όλο το δωμάτιο και του θύμισε αρκετά το χώρο του σπιτιού του. Είχε έπιπλα ικεα από σουηδικό ξύλο, ψυγείο με κατεψυγμένα γονίδια ποντικών και έναν ολόιδιο καναπέ. Απόρησε με τη μεταφορά του γιατί ενώ είχε καταδικαστεί σε εκτέλεση, για άγνωστους σε εκείνον ακόμη λόγους, τον μετέφεραν σε ένα δωμάτιο που σε τίποτα δε διέφερε από το δικό του οικείο διαμέρισμα. Αναρωτήθηκε χαϊδεύοντας τα λιγοστά του μαλλιά γιατί δεν θα τον εκτελούσαν τουλάχιστον μέσα στο δικό του χώρο. Θα ήταν πιο όμορφα.
Ρώτησε έναν από τους δήμιους του για την άδικη ταλαιπωρία και την αναστάτωση και ο δήμιος του απάντησε λιτά και αυστηρά: Νούμερο 2345 θα εκτελεστείς για λόγους που ούτε εμείς γνωρίζουμε καθότι ο ρόλος μας δεν είναι να απαγγέλλουμε κατηγορητήρια αλλά απλώς να τα εφαρμόζουμε. Το δωμάτιο της εκτέλεσης σου είναι αυτό και δεν καταλαβαίνω την απορία σου για την ομοιότητα διότι εδώ και δεκαετίες όλα τα δωμάτια όλων των σπιτιών είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους βάση νόμου που ψηφίσθηκε από όλη την ανθρωπότητα. Κάποια τελευταία επιθυμία;
Ο νούμερο 2345 θυμήθηκε ότι μπορεί να παραγγείλει για τελευταίο γεύμα ότι τραβούσε η όρεξή του. Σκέφτηκε για λίγο τι θα ήταν αυτό που θα τον ευχαριστούσε πιο πολύ και ζήτησε από τους εκτελεστές του μία συσκευή τηλεφώνου. Σχημάτισε με προσοχή το αγαπημένό του αριθμό και είπε: Μια crispy pizza hut και ένα λίτρο κοκα-κόλα. Ευχαριστώ.
Οι εκτελεστές του τον έβαλαν να κάτσει απαλά στο μαλακό καναπέ. Τον έδεσαν με ταινία αφήνοντας με προσοχή τα χέρια του ελευθέρα και τοποθέτησαν στην αγκαλιά του το κουτί με την pizza hut και την κοκα-κολα. Ο 2345 λίκνιζε το χάρτινο κουτί σα μωρό και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από το καφέ οξύ που λιώνει ένα ανθρώπινο δόντι σε 3 λεπτά. Οι 9 εκτελεστές του βυθίστηκαν με μία συντονισμένη κίνηση μέσα στην τηλεόραση και απάγγειλαν στον 2345 το κατηγορητήριο: Νούμερο 2345 έχεις καταδικαστεί σε αργό θάνατο εδώ και μία δεκαετία. Αυτή είναι η τελική πράξη της εκτέλεσης σου η οποία θα είναι ανώδυνη βάση του νόμου περί ομοιότητας του ανθρώπινου είδους.
Ο 2345 δάγκωσε ένα στεγνό κομμάτι pizza hut και πάτησε το τηλεκοντρολ…
O Τομ ήταν ένας κανονικός άνθρωπος.
Ούτε πολύ ευτυχισμένος, ούτε πολύ δυστυχισμένος. Έβγαζε βόλτα το σκύλο του, τάιζε τα περιστέρια, πρόσεχε και αγαπούσε την οικογένεια του, έκανε σεξ μία φορά τη βδομάδα με τη γυναίκα του, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ κάθε τετάρτη. Στη δουλειά του ο Τομ ήταν υπόδειγμα. Υπάκουος στις εντολές των ανωτέρων του, συνεπής, εργατικός και πάντα πρόθυμος να λύσει τα όποια προβλήματά του με τη συζήτηση και μόνο. Οι συνάδελφοί του τον αγαπούσαν και τον σεβόταν γιατί ό Τομ πάντα είχε μια καλή κουβέντα για όλους και διαμεσολαβούσε όποτε μπορούσε στα αφεντικά για κάποιον που είχε κάνει κάποιο σφάλμα.
Οι μέρες του Τομ κυλούσαν ήσυχα μέσα στη γαλήνη της αστικής ζωής που τόσο του άρεσε. Μέχρι που έφτανε η Κυριακή.
Κάθε Κυριακή ο Τομ ξεγλιστρούσε από την οικογενειακή του θαλπωρή με μία δικαιολογία και κατηφόριζε τον δρόμο για να βρεθεί με τους φίλους του στο αγαπημένο του στέκι. Στα μέσα της διαδρομής κρυβόταν σε ένα ξέφωτο και άλλαζε ρούχα. Μπλε φανέλα, κασκόλ, ένα φθαρμένο τζιν και λαστιχένια παπούτσια έπαιρναν τη θέση της πορτοκαλί λακοστ και του κασμιρένιου παντελονιού. Ο Τομ έλεγχε με προσοχή τον εξοπλισμό του που ήταν καλά κρυμμένος σε ένα κουτί από παλιά παπούτσια: Σιδερογροθιές, στιλέτα, καρφιά, ατσάλινα γκλομπς. Κάθε Κυριακή ο Τομ ήταν δυνατός. Κάθε Κυριακή ο Τομ ήταν ο αρχηγός.
Όρμησαν με λύσσα εναντίων των οπαδών της άλλης ομάδας. Γροθιές τσάκιζαν σαγόνια, τα στιλέτα έγδερναν τα λεπτά ανορακ και αναζητούσαν μαλακή σάρκα για να σταματήσει η πορεία τους, χοντρές μπότες βυθιζόταν με δύναμη σε στομάχια, σιδερένια γκλομπς διέλυαν πλευρά χωρίς αντίσταση. Ο Τομ σημάδεψε κάποιον από μακριά που είχε γυρισμένη την πλάτη του. Η ανάσα του έγινε βαριά και το χέρι του χάιδεψε τη σιδερογροθιά με ηδονή. Το πρώτο χτύπημα του Τομ τσάκισε 3 πλευρά του αντίπαλου. Το δεύτερο βυθίστηκε με ορμή στο πίσω μέρος του κεφαλιού και το αίμα πετάχτηκε σα σπίθες στο τζάκι. Το τρίτο έγινε με το σουγιά που χάραζε και βυθιζόταν ανάμεσα από ρούχα και αδιάβροχο πλαστικό τη σάρκα του μισητού αντίπαλου.
Η κηδεία του μοναδικού γιού του Τομ έγινε την άλλη μέρα…
H Μαρί γεννήθηκε μεσημέρι, μια ζεστή μέρα του Αυγούστου. Η Μαρί είχε μια ιδιαιτερότητα. Το δεξί της μάτι έβλεπε κανονικά ενώ το αριστερό της όπως θα ήθελε να είναι.
Όταν στο σχολείο τα άλλα κορίτσια της τραβούσαν τα μαλλιά και η Μαρί ούρλιαζε από τον πόνο βλέποντας τις τρίχες της να μένουν σε μαλακά χεράκια, το αριστερό της μάτι έβλεπε αγγέλους, με μαλακές κατάλευκες φτερούγες να την χαϊδεύουν απαλά και να την σηκώνουν ψηλά ως τα σύννεφα.
Όταν στο σπίτι ο πατέρας της γλιστρούσε μέσα στο σκοτάδι ,ενώ όλοι κοιμόταν, στο κρεβάτι της και της έκλεινε το στόμα με την τραχιά του παλάμη η Μαρί έβλεπε έναν όμορφο πρίγκιπα που την ανέβαζε στο σκαλιστό του άρμα και της έλεγε λόγια τρυφερά όλο αγάπη. Λόγια που μύριζαν λουλούδια και πευκοβελόνες.
Όταν η Μαρί στερέωσε το ανοιχτό ψαλίδι στο νιπτήρα είδε ένα όμορφο ασημένιο χελιδόνι με ψαλιδωτή ουρά να πεταρίζει στο μπάνιο. Την άλλη μέρα βρήκαν την Μαρί πάνω σε ένα μεγάλο σκούρο λεκέ. Το ψαλίδι είχε καρφωθεί με δύναμη στο αριστερό της μάτι και βγήκε από την πίσω μεριά του κεφαλιού της κοκκινίζοντας στο πέρασμα του όνειρα και ελπίδες.
Μια ζεστή μαγιάτικη νύχτα ο λύκος με τα γαλάζια μάτια κυνήγησε μια νυχτοπεταλούδα για εξάσκηση μέχρι που βαρέθηκε. Η λευκή του γούνα γυάλιζε από τον ιδρώτα και νόμιζες από μακριά ότι έβλεπες ένα κομμάτι σύννεφου που κατέβηκε για λίγο στη γη να ξεκουραστεί. Στο λύκο άρεσε πολύ να βλέπει τους ανθρώπους να παίζουν με τα παιδιά τους, να σκαλίζουν τη γη τους και να φυτεύουν λαχανικά. Έβλεπε από μακριά τις γυναίκες να φοράνε τα μακριά δαντελωτά τους φορέματα και τα πλατιά τους καπέλα. Ήταν όμορφοι οι άνθρωποι έτσι που γελούσαν και χάιδευαν ο ένας τον άλλο και τους αγαπούσε. Όμως πιο πολύ από όλους ο λύκος αγαπούσε μια νεαρή κοπέλα με γαλάζια λαμπερά μάτια σαν τα δικά του.
Οι εποχές περνούσαν, τα σύννεφα μαύριζαν και ο έρωτας του λύκου με τα γαλάζια μάτια δυνάμωνε και φούντωνε όπως η φωτιά που την ταΐζεις κουκουνάρια. Ήξερε όμως ότι ήταν λύκος και η κοπέλα άνθρωπος. Τουλάχιστον να μπορούσε να περπατήσει στα δυο του πόδια όπως εκείνη, να την πλησιάσει για λίγο και μετά εκείνη ας αποφάσιζε. Ναι. Αυτό θα έκανε. Ενθουσιασμένος από την ιδέα έτρεξε μέσα στο δάσος με τη λευκή του γούνα να ανεμίζει και την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και άρχισε τις ασκήσεις. Κατάφερνε για λίγο να σταθεί στα δύο του πόδια αλλά πάλι έπεφτε στα τέσσερα.
Ο λύκος με τα γαλάζια μάτια άνοιξε το στόμα του και οι μεγάλοι του λευκοί κυνόδοντες γυάλισαν για λίγο στο φως του φεγγαριού πριν βυθιστούν με δύναμη στο μπροστινό του πόδι και το κόψουν. Για δεύτερη φορά τα σαγόνια του έκλεισαν γύρω και από το άλλο πόδι του κόβοντας το και γεμίζοντας το πράσινο γρασίδι με αίμα. Ο λύκος με τα γαλάζια μάτια σηκώθηκε στα δυο του μοναδικά πόδια και κατηφόρισε το γνώριμο μονοπάτι μέχρι το σπίτι των ανθρώπων. Την είδε να κάθεται στην κούνια και η καρδιά του χτύπησε ακόμη πιο δυνατά από την αγωνία του. Τώρα, είπε.
Λίγα μέτρα πριν την φτάσει, όρθιος πια ο λύκος με τα γαλάζια μάτια ένοιωσε μια ζεστασιά στο κάτω μέρος της κοιλιάς του. Το δεύτερο βόλι τον βρήκε στα σαγόνια και του διέλυσε την μουσούδα. Το τρίτο διαπέρασε τη γούνα του και βρήκε όλη του την αγωνία να χτυπάει ακόμη.
Ο αέρας μύριζε κόκκινα τριαντάφυλλα.
H βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στο μαύρο αδιάβροχό του. Ο Μπεν διάλεξε ένα από τα πολλά τούβλα και έβαλε ένα στον τοίχο του. Πόσο τον αγαπούσε αυτόν το τοίχο. Τον προστάτευε από τους κλέφτες, από τις θεομηνίες και από χίλια δυο άλλα κακά. Όπως για παράδειγμα από τους άλλους ανθρώπους. Πάντα τον ενοχλούσαν με την συμπεριφορά τους και τα τερτίπια τους αυτοί που ερχόταν απρόσκλητοι κάθε πρωί και του ψιθύριζαν στο αυτί διάφορα. Αχ να μπορούσε να μιλήσει. Μόνο για μία φορά να μπορούσε να μιλήσει.
Ο Μπεν πήρε με προσοχή ένα ακόμη τούβλο και το τοποθέτησε στον ψηλό τοίχο του. Καθώς το έβαζε έκανε μια αφιέρωση. Αυτό είναι για τον Τζων που είναι ξένος.
Εβαλε ακόμη ένα για τον Μαρκ που δεν πιστεύει στον Θεό. Ακόμη ένα για τον Τομ που του αρέσουν τα αγόρια. Ακόμη ένα για τους γονείς του που τον παράτησαν. Ακόμη ένα για εκείνους που του έκοψαν την γλώσσα. Ακόμη ένα για εκείνους που τον τύφλωσαν. Ακόμη ένα για εκείνους που τον κούφαναν.
Όταν η λάσπη υποχώρησε, ο τοίχος του Μπεν έπεσε πάνω του και τον έθαψε βαθειά μέσα στο βρεγμένο χώμα.
Κανείς δεν άκουσε. Κανείς δεν είδε τίποτα.
Ούτε και ο Μπεν.
Με το δεξί της χέρι η Κριστίν προσπάθησε να πιάσει ένα ποτήρι με νερό. Πόσο διψούσε αυτή τη στιγμή. Πόσο θα ήθελε να πιάσει το ποτήρι και με τα δυο της χέρια. Σκέφτηκε τα χαμένα της δάχτυλα. Το πρώτο που κόπηκε ήταν το αντάλλαγμα για τα πλούτη. Αυτή ήταν η συμφωνία. Το δεύτερο δάχτυλο κόπηκε από τη ρίζα και πόνεσε αρκετά αλλά η Κριστίν είχε πάρει την απόφασή της. Να την αγαπάνε όλοι. Φλογισμένη η Κριστίν από τις επιτυχίες της αποφάσισε να ανταλλάξει τρία δάχτυλα με αυτό που θα την έκανε πραγματικά κυρίαρχο του κόσμου. Ήθελε να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων. Όλων των άλλων.
Ένα κύμα μίσους από χιλιάδες φωνές πλημμύρισε τα αυτιά της και έκανε τα τύμπανα της να αιμορραγούν. Οι αρτηρίες της φούσκωσαν και διαγραφόταν καθαρά σα μικρά μπλε ποτάμια στους κροτάφους της. Παραλυμένη από τον πόνο η Κριστιν ούρλιαζε βλέποντας τα κομμένα δάχτυλα της στο πάτωμα, λυγισμένα και λουσμένα στο αίμα.
Με το μοναδικό της χέρι που είχε ακόμη δάχτυλα η Κριστίν έπιασε το ποτήρι με το νερό και το ήπιε με μανία.
Επιτέλους ησυχία.
Ο Κοράκ δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί τον χτυπούσαν με τέτοια μανία. Το κεφάλι του βούιζε και το αίμα είχε πλημμυρίσει το μοναδικό του μάτι. Γροθιές σκληρές σαν ατσάλι τσάκιζαν τα πλευρά του και πόδια με μυτερές πατούσες χωνόταν βάναυσα στην κοιλιά του. Έβρεχε πάλι. Η λάσπη στο δέλτα του Έβρου ήταν παχιά όπως η πρωινή ομίχλη.
Ο Κοράκ πονούσε ανυπόφορα πια και το μυαλό του πετούσε στη μάνα του και στα αδέρφια του που έφυγαν και πρόκοψαν.
Προσπάθησε να ρωτήσει το λόγο που πέντε άνθρωποι τον χτυπούσαν τόσο μανιασμένα αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να φτύσει λίγο αίμα μαζί με δυό τρία δόντια. Όταν γυάλισε στο φως του ήλιου το δρεπάνι που σε λίγο θα του αφαιρούσε τη ζωή ο Κοράκ θυμήθηκε τη μάνα του που πρόκοψε στη μεγάλη πόλη και μετά τον ξέχασε και τον άφησε να βυθίζεται μόνο του μέσα στην πηχτή λάσπη.
Το δρεπάνι έκανε καλά τη δουλειά του είναι η αλήθεια. Ακονισμένο με προσοχή βυθίστηκε με χάρη στον μαλακό λαιμό του Κοράκ και τον απάλλαξε για πάντα από το βάρος του κεφαλιού του.
Ο Κοράκ δεν ξανασκέφτηκε τη μάνα του ποτέ.
Έβρεχε πάλι. Έβρεχε εδώ και μέρες. Μέσα στο μισοσκόταδο και τους γυαλισμένους δρόμους ο Πιερ παραμόνευε το θύμα του. Είχε βιάσει πολλές μέχρι τώρα. Μα αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Δεν θα ήταν μόνο η βαριά του ανάσα, οι κοφτές γροθιές στο πρόσωπο και η αντίσταση που τον γέμιζαν ηδονή. Αυτή τη φορά ήθελε παιδί από το θύμα του. Οι δρόμοι γυάλιζαν και γλιστρούσαν και ο Πιερ παραμόνευε υπομονετικά πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών περιμένοντας, κρατώντας διστακτικά την ανάσα του για να ακούσει τον γνώριμο ήχο των τακουνιών πάνω στην άσφαλτο. Τακ, τακ, τακ…
Η αναπνοή του έγινε κοφτή και βαριά. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Τα αυτιά του βούιζαν από την αδημονία. Πετάχτηκε με ταχύτητα στον γυαλισμένο δρόμο και την άρπαξε με μία μοναδική κίνηση από τα μαλλιά. Το ένα του χέρι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της σαν πύθωνας ενώ το άλλο του χέρι της έκλεισε το στόμα με δύναμη. Η πρώτη γροθιά την βρήκε στο μάτι ενώ οι άλλες ακολούθησαν το δρόμο τους στο μαλακό στομάχι, στα πλευρά, στο κεφάλι.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό η κόρη του Πιερ έκλαψε αναπνέοντας για πρώτη φορά οξυγόνο.
Η μητέρα της είχε πεθάνει πέντε λεπτά πριν.
O Γιόχαν μόλις είχε γυρίσει από τον τρύγο. Όλη μέρα σκυμμένος κάτω από τον καυτό ήλιο μάζευε τους πολύτιμους καρπούς. Ευλογημένους τους έλεγε. Και τη γη που δούλευε ευλογημένη και αυτή. Κατάκοπος όπως ήταν έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και το γέμισε χώματα από το αμπέλι. Ούτε τις μπότες του δεν έβγαλε από την κούραση. Μόνο διπλώθηκε γλυκά όπως το έμβρυο στην κοιλιά και αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Ένας γλυκός ύπνος, όλο χρώματα και μυρωδιές.
Πέρασε ώρα πολλή και ξαφνικά ο Γιόχαν ένοιωσε ένα πόνο στην κορυφή του κεφαλιού του. Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που του συμβαίνει. Είδε το κρεβάτι του ανακατεμένο και από το ύψος που βρισκόταν του φάνηκε πολύ μακρινό. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και με τρόμο ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε. Είχε φτάσει πια στο ύψος της στέγης. Κρύος ιδρώτας γέμιζε το μέτωπό του και το στήθος του ενώ τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα και κολλούσαν. Ο Γιόχαν ψήλωνε. Ψήλωνε γρήγορα ενώ τα κόκαλά του πονούσαν αφόρητα από την απότομη αλλαγή. Σχεδόν άκουγε τις κλειδώσεις του να τρίζουν επικίνδυνα.
«Θεέ μου» είπε και ψήλωσε ακαριαία πενήντα εκατοστά σφαδάζοντας από τον πόνο. «Θεέ μου τι μου συμβαίνει;» Τα κόκαλά του έτριξαν για μια φορά ακόμη.
Ο Γιόχαν ψήλωνε ασταμάτητα κάθε λεπτό που περνούσε. Τρύπησε τα σύννεφα με το κεφάλι του και κοίταξε τρομοκρατημένος γύρω του. «ΘΕΕ» μου φώναξε. «Θεε μου που είσαι;»
Καμιά φωνή δεν ακούστηκε, Καμία απάντηση. Μόνο οι ατμοί των σύννεφων που τυλιγόταν το ένα γύρω από το άλλο.
Ο Γιόχαν έμεινε εκεί χιλιόμετρα ψηλός να αγναντεύει για πάντα τον ήλιο που ανέτειλε και έδυε.
Δεν ήταν και από τις πιο ήσυχες νύχτες του Φιλίπ. Είχε φάει αρκετά ποπ κορν με τους γονείς του αποβραδίς όσο έβλεπαν αγκαλιά όλοι μαζί κάποιο σήριαλ. Ο καναπές μαλακός, λευκός και ο Φιλίπ βούλιαζε μέσα στα μαξιλάρια και σκεφτόταν με το παιδικό του μυαλό πόσο τυχερός ήταν. Πόσο όμορφα περνούσε μπροστά στην τηλεόραση αγκαλιά με τους γονείς του. Κάπου κάπου ο πατέρας του σηκωνόταν για να πάει στο μπάνιο και τότε η μητέρα του έβρισκε ευκαιρία για να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Ο Φιλιπ είχε διακρίνει μια ανησυχία στο βλέμμα της εδώ και μερικές μέρες αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την απασχολούσε τόσο μα τόσο πολύ.
Καληνύχτα είπε ο Φιλίπ και αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό του. Προσπάθησε να ρωτήσει όλα του τα παιχνίδια μήπως και βρει την απάντηση. Τα φώναξε ένα – ένα με το όνομά τους. Τα παιχνίδια του Φιλιπ ζωντάνεψαν -αν και κάπως βαριεστημένα από τη βραδιάτικη αναταραχή- και παρατάχθηκαν μπροστά στα πόδια του νυσταγμένα και μερικά -όπως ο Γουίνυ- λίγο θυμωμένα.
«Είστε τα παιχνίδια μου» είπε ο Φιλίπ. «είστε οι φίλοι μου. Με εσάς περνάω τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ο μπαμπάς δουλεύει. Η μαμά το ίδιο. Δεν τους βλέπω όσο θα ήθελα κι έτσι θα ρωτήσω εσάς.» Εκείνη τη στιγμή ο Γουίνυ τέντωσε λίγο το αρκουδίσιο πόδι του και λοξοκοίταξε τον Φιλίπ λέγοντας:
H μαμά σου δεν έχει κάτι. Απλώς δεν έχει που να σε αφήσει αύριο.
Τα κρωξίματα μέσα στη φωλιά ήταν πολλά. Τα ανοιχτά στοματάκια που περίμεναν τη σειρά τους για να ταϊστούν έκαναν τρομερή φασαρία. Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ καθόταν σε μια γωνία ήσυχα. Πεινασμένος, κρυωμένος υπέμενε τη μοίρα του. Δεν είχε απαιτήσει ποτέ την τροφή του. Δεν είχε σπρώξει ποτέ κανένα από τα αδέρφια του. Γλίστρησε απαλά από τη φωλιά και άρχισε να περπατάει μακριά από την κόλασή του. Τουλάχιστον σκέφτηκε θα φύγω μακριά τους.
Νύχτωσε. Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ έτρεμε από το κρύο και κάθε σκιά μέσα στο δάσος τον τρόμαζε. Τα δέντρα έγιναν εχθροί του. Οι φυλλωσιές τους παγίδα.
Ξημέρωσε.
Το κορμάκι του σακατεμένο από τα τρωκτικά σπάραζε κάτω από τον πρωινό ήλιο. Τα μάτια του ολάνοιχτα θαύμαζαν τις γυαλιστερές αχτίδες που περνούσαν μέσα από τα δέντρα.
Ο Αετός Που Δεν Πέταξε Ποτέ έσβησε πάνω στα ξεραμένα φύλλα.
Ο αέρας μύριζε βροχή.
Το κύμα τον χτυπούσε για ώρες πάνω στα βράχια. Το πρώτο τσίμπημα του πιο γενναίου γλάρου ούτε καν τον ενόχλησε. Για εκείνον καμία σημασία δεν είχαν τα ράμφη, το φτεροκόπημα γύρω του, τα στριγκά κρωξίματα. Για εκείνον σημασία είχε μόνο η μυρωδιά του αλατιού, το νερό που σπινθήριζε γύρω του, ο ήλιος, τα σύννεφα. Προσπάθησε να σηκωθεί είναι η αλήθεια αλλά κοιτώντας μακρυά είδε τη μία του φτερούγα να κάνει παρέα στο άσπρο από ένα μικρό κύμα. Ένα τόσο δα κύμα πήρε τη φτερούγα του μακριά. Βαρέθηκε να σηκωθεί .Παραδόθηκε στο βλέμμα του.
Θαύμασε με το μοναδικό του μάτι την ομορφιά του κόσμου. Τις θάλασσες του, τα βουνά του, τις ερήμους του, τους ήχους του, τα ηλιοβασιλέματά του, τις ανατολές του.
Το δίχτυ τον πονούσε εδώ και ώρα ενώ οι γλάροι συνέχιζαν το γεύμα τους πάνω του. Θυμήθηκε τότε που γυάλιζε και άστραφτε και συναγωνιζόταν με τη γυαλάδα του τον ίδιο τον ήλιο και τη θάλασσα.
Δεν ήξερε πραγματικά τι της συνέβαινε. Φαντάστηκε τριαντάφυλλα και γαρδένιες να στρώνουν το δρόμο της. Φαντάστηκε μωρά να περπατάνε στα τέσσερα, να μιλάνε, να γελάνε. Φαντάστηκε ένα κόσμο γεμάτο κερασιές ολάνθιστες που άνοιγαν στο πέρασμά της και γέμιζαν μυρωδιές τον τόπο γύρω τους.
Φαντάστηκε τι ωραία που θα ήταν να έτρεχαν μαζί σε ένα λιβάδι που δεν υπήρχε παρά μόνο αγάπη. Ετσι θα ονόμαζε το λιβάδι τους.
Φαντάστηκε ένα κόσμο με ανεμόμυλους και γαλάζιους ουρανούς από εκείνους που τα σύννεφα μόνο γνωρίζουν. Φαντάστηκε θάλασσες. Σκούρες γαλάζιες θάλασσες που ζητάνε συγνώμη από κάθε ναυτικό που πνίγεται μέσα τους. Φαντάστηκε τοπία χιλιόχρωμα να αντέλλουν και να δύουν με ένα γλυκο χρώμα.
Την ώρα που ο γιατρός έβαζε τις λαβίδες η τζοσεφίν είδε τον ουρανό λίγο πιό σκούρο.
Ενα δάκρυ της κύλησε κι έγινε μαργαριτάρι.